γλώσσαργος

γλώσσαργος
γλώσσαργος
1 garrulous γλώ]σσαργον ἀμφέπων ἐρεθίζομαι πρὸς ἀυτὰ[ν fr. 140b. 13.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γλώσσαργον — γλώσσαργος talking till one s tongue aches masc/fem acc sg γλώσσαργος talking till one s tongue aches neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσαργοτάτου — γλώσσαργος talking till one s tongue aches masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσάργῳ — γλώσσαργος talking till one s tongue aches masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσαλγος — η, ο (AM γλώσσαλγος και γλώσσαργος, ον) αυτός που μιλάει μέχρι να πονέσει η γλώσσα του, ο φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλώσσαργος < γλώσσα + αργός (1)* «ταχύς» (πρβλ. στόμαργος), ενώ ο παράλληλος και σπανιότερος τ. γλώσσαλγος < γλώσσα + άλγος… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσαργώ — γλωσσαργῶ ( έω) (Α) [γλώσσαργος] βλ. γλωσσαλγώ …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”